- καλίγωμα
- και καλίβωμα, το [καλιγώνω]πετάλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλίγωμα — το πετάλωμα: Αυτός δεν είναι καλός στο καλίγωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα … Dictionary of Greek
πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου … Dictionary of Greek
πετάλωμα — το, ατος το κάρφωμα των πετάλων στα πόδια των ζώων, καλίγωμα (από λ. λατ. caliga = στρατιωτικό υπόδημα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)